Πολυκυστικές ωοθήκες

Με τον όρο “σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών” ή “πολυκυστικές ωοθήκες” αναφερόμαστε στην παθολογική κατάσταση, κατά την οποία δεν υπάρχει φυσιολογική λειτουργία των ωοθηκών. Το αποτέλεσμα είναι να μεταβάλλεται, σε σχέση με το φυσιολογικό, το επίπεδο μερικών ορμονών που είναι γνωστές ως «ανδρογόνα» και είναι οι ανδρικές ορμόνες. Παρουσιάζονται έτσι διάφορα ορμονικά και μεταβολικά προβλήματα που συνοδεύουν και χαρακτηρίζουν το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών. Υπολογίζεται ότι οι πολυκυστικές ωοθήκες εμφανίζονται περίπου στο 7% των γυναικών και αποτελεί την πιο συχνή διαταραχή των γυναικολογικών ορμονών στην αναπαραγωγική ηλικία.

Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την υγεία της γυναίκας είναι αρκετές και αφορούν κυρίως την υπογονιμότητα, την εγκυμοσύνη, το σακχαρώδη διαβήτη και το καρδιαγγειακό σύστημα.

Τα κύρια συμπτώματα που παρουσιάζουν οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες είναι τα παρακάτω:

  • Υπογονιμότητα

  • Άστατη περίοδος

  • Αυξημένη τριχοφυΐα

  • Παχυσαρκία, ιδίως στην περιοχή της κοιλιάς

  • Υψηλή πίεση και χοληστερίνη

  • Ακμή και έντονη λιπαρότητα του δέρματος

  • Άπνοια και ροχαλητό κατά τη διάρκεια του ύπνου

  • Σακχαρώδη Διαβήτη

  • Τριχόπτωση κεφαλής, «ανδρικού» τύπου

Τις περισσότερες φορές παρουσιάζονται 1-2 συμπτώματα στις γυναίκες που πάσχουν από το σύνδρομο. Σπάνια παρουσιάζονται περισσότερα και σχεδόν ποτέ ταυτόχρονα όλα.

Τα αίτια του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών θεωρούνται η κληρονομικότητα και διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Δεν είναι τελείως ξεκάθαρα, αλλά η κύρια θεωρία που επικρατεί τα τελευταία χρόνια είναι ότι οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού της ινσουλίνης, που με τη σειρά της, μπορεί να επηρεάσει και τις υπόλοιπες ορμόνες των ωοθηκών και του γυναικολογικού κύκλου.

Η διάγνωση γίνεται από τον γυναικολόγο με το συνολικό αποτέλεσμα γυναικολογικής εξέτασης, ιστορικού, υπερηχογραφήματος, ορμονικού προφίλ και μέτρηση σακχάρου. Για να βάλουμε τη διάγνωση πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια και να τα αξιολογούμε σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Κάθε επιπόλαια εκτίμηση και επιφανειακή διερεύνηση μπορεί να μας οδηγήσει σε λάθος διάγνωση, που θα επιβαρύνει άδικα την ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας και θα την βάλει σε λάθος «μονοπάτια».

Ανάλογα με τα συμπτώματα, διαφοροποιείται και η αντίστοιχη θεραπεία. Συνήθως η αντιμετώπιση είναι φαρμακευτική και εξαρτάται από την αιτία του προβλήματος, το ιστορικό της ασθενούς αλλά και από τα συμπτώματα που διαφέρουν από γυναίκα σε γυναίκα. Έτσι η αντιμετώπιση πρέπει να είναι εξατομικευμένη ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της κάθε γυναίκας ξεχωριστά. Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνουμε το καλύτερο αποτέλεσμα.